ἱεροτέκτων

ἱεροτέκτων
ἱερο-τέκτων, ονος, ,
A temple-carpenter, POxy.579 (ii A.D.), Sammelb.789 (iii A.D.), Cat.Cod.Astr.8(4).165.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιεροτέκτων — ἱεροτέκτων, ὁ (Α) πάπ. οικοδόμος ναών …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”